Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυπηρός
λυπησίλογος
λυπητέον
λυπητικός
λυποτόκος
λυπρόβιος
λυπρογέως
λυπρός
λυπρότης
λυπρόχωρος
λυπτά
λύρα
Λυραῖος
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρισμός
λυριστής
λυρίτης
λυρογηθής
View word page
λυπτά
λυπτά· ἑταίρα, πόρνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυπτά
Headword (normalized):
λυπτά
Headword (normalized/stripped):
λυπτα
IDX:
64160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυπτά·</span> <span class="foreign greek">ἑταίρα, πόρνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}