Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυκώ
λυκώδης
λῦμα1
λῦμα2
λυμαίνομαι1
λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμάντωρ
λῦμαξ
λῦμαρ
λύμασις
λυμάχη
λυμεών
λυμεωνεύομαι
λύμη
λύμην
λυπέω
λύπη
λύπημα
View word page
λῦμαξ
λῦμαξ, pl. λύμακες· πέτραι, Hsch. (cf. καταλυμακόομαι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῦμαξ
Headword (normalized):
λῦμαξ
Headword (normalized/stripped):
λυμαξ
IDX:
64139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῦμαξ</span>, pl. <span class="orth greek">λύμακες·</span> <span class="foreign greek">πέτραι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">καταλυμακόομαι</span>).</div><br><br>'}