Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυκοφίλιος
λυκοφόρος
λυκόφρυς
λυκόφρων
λυκόφων
λυκόφως
λυκόχροος
λυκοψία
λύκοψις
λυκόω
λυκτά
λυκώ
λυκώδης
λῦμα1
λῦμα2
λυμαίνομαι1
λυμαίνομαι2
λυμαντήρ
λυμαντήριος
λυμαντής
λυμάντωρ
View word page
λυκτά
λυκτά· οὐκ ἀνεκτά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυκτά
Headword (normalized):
λυκτά
Headword (normalized/stripped):
λυκτα
IDX:
64128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυκτά·</span> <span class="foreign greek">οὐκ ἀνεκτά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}