Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λυκοπέρσιον
Λυκόποδες
λυκορραίστης
λύκος
λυκόσκορδον
λυκοσκυτάλιον
λυκοσπάς
λυκόσπαστος
λυκόστομος
Λυκούργεια
λυκόφανον
λυκόφθαλμος
λυκοφιλία
λυκοφίλιος
λυκοφόρος
λυκόφρυς
λυκόφρων
λυκόφων
λυκόφως
λυκόχροος
λυκοψία
View word page
λυκόφανον
λυκόφανον·
τὸν ἐχινόποδα
(Messen.),
Hsch.
; cf.
λυκόφων
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λυκόφανον
Headword (normalized):
λυκόφανον
Headword (normalized/stripped):
λυκοφανον
IDX:
64115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64116
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυκόφανον·</span> <span class="foreign greek">τὸν ἐχινόποδα</span> (Messen.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">λυκόφων</span>.</div><br><br>'}