Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυκοκτονέω
λυκοκτόνος
λύκολυγξ
λυκόμορφος
λυκοπάνθηρος
λυκοπέρσιον
Λυκόποδες
λυκορραίστης
λύκος
λυκόσκορδον
λυκοσκυτάλιον
λυκοσπάς
λυκόσπαστος
λυκόστομος
Λυκούργεια
λυκόφανον
λυκόφθαλμος
λυκοφιλία
λυκοφίλιος
λυκοφόρος
λυκόφρυς
View word page
λυκοσκυτάλιον
λῠκο-σκῠτάλιον [ᾰ],
A). = σησαμοειδὲς τὸ μέγα , ib. 4.149 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυκοσκυτάλιον
Headword (normalized):
λυκοσκυτάλιον
Headword (normalized/stripped):
λυκοσκυταλιον
IDX:
64110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῠκο-σκῠτάλιον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σησαμοειδὲς τὸ μέγα</span> , ib.<span class="bibl"> 4.149 </span>.</div> </div><br><br>'}