Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λυκοκαρίς
λυκοκτονέω
λυκοκτόνος
λύκολυγξ
λυκόμορφος
λυκοπάνθηρος
λυκοπέρσιον
Λυκόποδες
λυκορραίστης
λύκος
λυκόσκορδον
λυκοσκυτάλιον
λυκοσπάς
λυκόσπαστος
λυκόστομος
Λυκούργεια
λυκόφανον
λυκόφθαλμος
λυκοφιλία
λυκοφίλιος
λυκοφόρος
View word page
λυκόσκορδον
λῠκό-σκορδον
,
τό
,
A).
=
ἀμπελόπρασον
, Ps.-
Dsc.
2.150
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λυκόσκορδον
Headword (normalized):
λυκόσκορδον
Headword (normalized/stripped):
λυκοσκορδον
IDX:
64109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64110
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῠκό-σκορδον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀμπελόπρασον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.150 </span>.</div> </div><br><br>'}