Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λύκιος
Λύκιος
Λυκιουργής
λυκίσκος
λυκόβρωτος
λυκοδίωκτος
λυκοειδής
λυκοεργής
λυκοέρια
λυκοθαρσής
λυκοκαρίς
λυκοκτονέω
λυκοκτόνος
λύκολυγξ
λυκόμορφος
λυκοπάνθηρος
λυκοπέρσιον
Λυκόποδες
λυκορραίστης
λύκος
λυκόσκορδον
View word page
λυκοκαρίς
λῠκο-καρίς· θερμὸν ἀπ’ ἀλφίτου πιεῖν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυκοκαρίς
Headword (normalized):
λυκοκαρίς
Headword (normalized/stripped):
λυκοκαρις
IDX:
64099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῠκο-καρίς·</span> <span class="foreign greek">θερμὸν ἀπ’ ἀλφίτου πιεῖν</span>, Id.</div><br><br>'}