Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐα
ἀγλάϊσμα
ἀγλαϊσμός
ἀγλαϊστός
ἀγλαόβοτρυς
ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
ἀγλαόδωρος
ἀγλαοεργός
ἀγλαοθηλές
ἀγλαόθρονος
ἀγλαόθυμος
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαόκοιτος
ἀγλαόκουρος
ἀγλαόκωμος
ἀγλαομειδής
ἀγλαομητία
ἀγλαόμητις
ἀγλαομορφέω
View word page
ἀγλαοθηλές
ἀγλαο-θηλές· ἁπαλόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγλαοθηλές
Headword (normalized):
ἀγλαοθηλές
Headword (normalized/stripped):
αγλαοθηλες
IDX:
640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγλαο-θηλές·</span> <span class="foreign greek">ἁπαλόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}