Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Λυκιουργοί
λύκιον
λύκιος
Λύκιος
Λυκιουργής
λυκίσκος
λυκόβρωτος
λυκοδίωκτος
λυκοειδής
λυκοεργής
λυκοέρια
λυκοθαρσής
λυκοκαρίς
λυκοκτονέω
λυκοκτόνος
λύκολυγξ
λυκόμορφος
λυκοπάνθηρος
λυκοπέρσιον
Λυκόποδες
λυκορραίστης
View word page
λυκοέρια
λῠκο-έρια·
ἐκ λυκείου δέρματος πεπονημένα
,
Hsch.
(fort.-
εργέα
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λυκοέρια
Headword (normalized):
λυκοέρια
Headword (normalized/stripped):
λυκοερια
IDX:
64097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64098
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῠκο-έρια·</span> <span class="foreign greek">ἐκ λυκείου δέρματος πεπονημένα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort.-<span class="itype greek">εργέα</span>).</div><br><br>'}