Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Λυκία
Λυκιάρχης
Λυκιάρχισσα
λυκιδεύς
Λυκιοεργής
Λυκιουργοί
λύκιον
λύκιος
Λύκιος
Λυκιουργής
λυκίσκος
λυκόβρωτος
λυκοδίωκτος
λυκοειδής
λυκοεργής
λυκοέρια
λυκοθαρσής
λυκοκαρίς
λυκοκτονέω
λυκοκτόνος
λύκολυγξ
View word page
λυκίσκος
λυκίσκος·
ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος
,
Hsch.
λῠκοβᾰτίας
δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι
, Id. (post
λυκαιχλίας
).
ShortDef
Lyciscus
Debugging
Headword:
λυκίσκος
Headword (normalized):
λυκίσκος
Headword (normalized/stripped):
λυκισκος
IDX:
64092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64093
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυκίσκος·</span> <span class="foreign greek">ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λῠκοβᾰτίας</span> <span class="foreign greek">δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι</span>, Id. (post <span class="foreign greek">λυκαιχλίας</span>).</div><br><br>'}