Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυκηλάτους
Λυκία
Λυκιάρχης
Λυκιάρχισσα
λυκιδεύς
Λυκιοεργής
Λυκιουργοί
λύκιον
λύκιος
Λύκιος
Λυκιουργής
λυκίσκος
λυκόβρωτος
λυκοδίωκτος
λυκοειδής
λυκοεργής
λυκοέρια
λυκοθαρσής
λυκοκαρίς
λυκοκτονέω
λυκοκτόνος
View word page
Λυκιουργής
Λῠκιουργής, ές, contr. for Λυκιοεργής (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λυκιουργής
Headword (normalized):
λυκιουργής
Headword (normalized/stripped):
λυκιουργης
IDX:
64091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λῠκιουργής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, contr. for <span class="foreign greek">Λυκιοεργής</span> (q. v.).</div><br><br>'}