Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Λύκειον
λύκειος
λυκῆ1
λύκη2
Λυκηγενής
λυκηδόν
λυκηθμός
λυκηλάτους
Λυκία
Λυκιάρχης
Λυκιάρχισσα
λυκιδεύς
Λυκιοεργής
Λυκιουργοί
λύκιον
λύκιος
Λύκιος
Λυκιουργής
λυκίσκος
λυκόβρωτος
λυκοδίωκτος
View word page
Λυκιάρχισσα
Λῠκι-άρχισσα, , fem. of Λυκιάρχης, ib. 189a2 (ibid.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λυκιάρχισσα
Headword (normalized):
λυκιάρχισσα
Headword (normalized/stripped):
λυκιαρχισσα
IDX:
64084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λῠκι-άρχισσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">Λυκιάρχης</span>, ib.<span class="bibl"> 189a2 </span> (ibid.).</div><br><br>'}