Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λυκέη
λυκεία
λυκεῖον
Λύκειον
λύκειος
λυκῆ1
λύκη2
Λυκηγενής
λυκηδόν
λυκηθμός
λυκηλάτους
Λυκία
Λυκιάρχης
Λυκιάρχισσα
λυκιδεύς
Λυκιοεργής
Λυκιουργοί
λύκιον
λύκιος
Λύκιος
Λυκιουργής
View word page
λυκηλάτους
λυκηλάτους·
τὰς ἐνχελείς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λυκηλάτους
Headword (normalized):
λυκηλάτους
Headword (normalized/stripped):
λυκηλατους
IDX:
64081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64082
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυκηλάτους·</span> <span class="foreign greek">τὰς ἐνχελείς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}