Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναγωγεύς
ἀναγωγή
ἀναγώγια1
ἀναγωγία2
ἀναγώγιος
ἀναγωγός
ἀνάγωγος
ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος
ἀναδαιμονίζειν
ἀναδαίομαι
ἀναδαίω
ἀναδάκνω
ἀναδαρδαίνω
ἀναδάσασθαι
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
View word page
ἀναδαίομαι
ἀναδαίομαι,
A). v. ἀναδατέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναδαίομαι
Headword (normalized):
ἀναδαίομαι
Headword (normalized/stripped):
αναδαιομαι
IDX:
6407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναδαίομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναδατέομαι.</span> </div> </div><br><br>'}