Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λύγινος
λύγιον
λύγιος
λύγισμα
λυγισμός
λυγιστικός
λυγκαίνω
λύγκειος
λυγκεύς
λυγκίον
λυγκούριον
λυγμός
λυγμώδης
λύγξ1
λύγξ2
λυγόδεσμος
λυγοειδής
λυγοπλόκος
λύγος
λυγοτευχής
λυγόω
View word page
λυγκούριον
λυγκούριον,
A). v. λυγγούριον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυγκούριον
Headword (normalized):
λυγκούριον
Headword (normalized/stripped):
λυγκουριον
IDX:
64030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυγκούριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λυγγούριον</span> .</div> </div><br><br>'}