Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λύγειος
λύγη
λυγίζομαι
λυγίζω
λύγινος
λύγιον
λύγιος
λύγισμα
λυγισμός
λυγιστικός
λυγκαίνω
λύγκειος
λυγκεύς
λυγκίον
λυγκούριον
λυγμός
λυγμώδης
λύγξ1
λύγξ2
λυγόδεσμος
λυγοειδής
View word page
λυγκαίνω
λυγκαίνω
,
A).
sob
,
Suid.
s.v.
ἀναλύζουσα
.
λυγκαστήσει·
αὔξει παραπλησίως, ἢ λυγκάσαι, ῥεῦσαι
,
Hsch.
(fort.. .
ἢ λύγκας ἀγρεῦσαι
).
ShortDef
sob
Debugging
Headword:
λυγκαίνω
Headword (normalized):
λυγκαίνω
Headword (normalized/stripped):
λυγκαινω
IDX:
64026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64027
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυγκαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sob</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀναλύζουσα</span> . <span class="orth greek">λυγκαστήσει·</span> <span class="foreign greek">αὔξει παραπλησίως, ἢ λυγκάσαι, ῥεῦσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort.. . <span class="foreign greek">ἢ λύγκας ἀγρεῦσαι</span>).</div> </div><br><br>'}