λυγαῖος
λῡγαῖος, α, ον,(λύγη)
A). shadowy, murky, gloomy, νέφος Fr. 525 , Heracl. 855 ; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας IT 110 , cf. ; 2.1120 ἐσθής ; 973 εἱρκτή ; 351 θάλαμος IG 12(8).92.10 (Imbros, ii/i B.C.). Adv.-αίως , 1756.28 (- γαῶς cod.).