Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄβαπτος
ἀβαρβάριστος
ἀβαρής
ἄβαρις
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβασκάνιστος
ἀβάσκανος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβαστον
ἀβατόομαι
ἄβατος
ἀβαφής
ἄβδελον
ἀβδέλυκτος
Ἀβδηρίτης
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
View word page
ἄβαστον
ἄβαστον· ἄβατον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄβαστον
Headword (normalized):
ἄβαστον
Headword (normalized/stripped):
αβαστον
IDX:
63
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄβαστον·</span> <span class="foreign greek">ἄβατον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}