Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοχεός
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λοχηγέω
λόχησις
λοχητής
λοχητικός
λόχια
λοχιᾷ
λοχίδιον
λοχίζω
λοχικός
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λόχμιος
λοχμίς
View word page
λοχίδιον
λοχίδιον (-ιν Pap.), τό, dub. sens. in POxy. 1290.8 (v A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοχίδιον
Headword (normalized):
λοχίδιον
Headword (normalized/stripped):
λοχιδιον
IDX:
63982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοχίδιον</span> (<span class="foreign greek">-ιν</span> Pap.), <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1290.8 </span> (v A.D.).</div><br><br>'}