Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοχεῖος
λοχεός
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λοχηγέω
λόχησις
λοχητής
λοχητικός
λόχια
λοχιᾷ
λοχίδιον
λοχίζω
λοχικός
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
λόχμιος
View word page
λοχιᾷ
λοχιᾷ· κρυφαία, γεννᾷ, αὔξει, καὶ ἄρτος τῇ Ἀρτέμιδι γενόμενος, καὶ ἁδροὺς ἀστάχυας ἔχουσα, Hsch. λοχιάδες· αἱ ὗλαι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοχιᾷ
Headword (normalized):
λοχιᾷ
Headword (normalized/stripped):
λοχια
IDX:
63981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοχιᾷ·</span> <span class="foreign greek">κρυφαία, γεννᾷ, αὔξει, καὶ ἄρτος τῇ Ἀρτέμιδι γενόμενος, καὶ ἁδροὺς ἀστάχυας ἔχουσα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λοχιάδες·</span> <span class="foreign greek">αἱ ὗλαι</span>, Id.</div><br><br>'}