Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λοχηγέω
λόχησις
λοχητής
λοχητικός
λόχια
λοχιᾷ
λοχίδιον
λοχίζω
λοχικός
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λοχμάζω
λοχμαῖος
λόχμη
View word page
λόχια
λόχια, τά, and Λοχία, ,
A). v. λόχιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λόχια
Headword (normalized):
λόχια
Headword (normalized/stripped):
λοχια
IDX:
63980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λόχια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, and <span class="orth greek">Λοχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λόχιος</span> .</div> </div><br><br>'}