Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λόχευμα
λοχεύτρια
λοχεύω
λοχηγέω
λόχησις
λοχητής
λοχητικός
λόχια
λοχιᾷ
λοχίδιον
λοχίζω
λοχικός
λόχιος
λοχισμός
λοχίτης
λοχμάζω
λοχμαῖος
View word page
λοχητικός
λοχ-ητικός, , όν,
A). lying in wait, treacherous, Adam. 2.2 .


ShortDef

lying in wait, treacherous

Debugging

Headword:
λοχητικός
Headword (normalized):
λοχητικός
Headword (normalized/stripped):
λοχητικος
IDX:
63979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοχ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lying in wait, treacherous</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 2.2 </span>.</div> </div><br><br>'}