Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λοφορρῶγα
λόφος
λόφουρος
λοφοώδης
λοφόωσις
λοφοωσός
λοχαγενεῖς
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχάζομαι
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
View word page
λοχαγενεῖς
λοχ-ᾱγενεῖς·
ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχάι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας
,
Hsch.
(Perh.
λοχαγερεῖς
, from
ἀγείρω
.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λοχαγενεῖς
Headword (normalized):
λοχαγενεῖς
Headword (normalized/stripped):
λοχαγενεις
IDX:
63961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63962
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοχ-ᾱγενεῖς·</span> <span class="foreign greek">ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχάι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. <span class="foreign greek">λοχαγερεῖς</span>, from <span class="foreign greek">ἀγείρω</span>.)</div><br><br>'}