Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λοφορρῶγα
λόφος
λόφουρος
λοφοώδης
λοφόωσις
λοφοωσός
λοχαγενεῖς
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχάζομαι
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
View word page
λοφοωσός
λοφο-ωσός·
ἐπιστήμων
,
Hsch.
(fort.
λοφο-ωτός·
ἐπισήμων
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λοφοωσός
Headword (normalized):
λοφοωσός
Headword (normalized/stripped):
λοφοωσος
IDX:
63960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63961
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοφο-ωσός·</span> <span class="foreign greek">ἐπιστήμων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="orth greek">λοφο-ωτός·</span> <span class="foreign greek">ἐπισήμων</span>).</div><br><br>'}