Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοφιήτης
λόφιον
λόφιος
λοφίς
λοφνία
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λοφορρῶγα
λόφος
λόφουρος
λοφοώδης
λοφόωσις
λοφοωσός
λοχαγενεῖς
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
View word page
λοφορρῶγα
λοφο-ρρῶγα· τὸν ἀπερρωγότα τοὺς ὤμους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοφορρῶγα
Headword (normalized):
λοφορρῶγα
Headword (normalized/stripped):
λοφορρωγα
IDX:
63955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοφο-ρρῶγα·</span> <span class="foreign greek">τὸν ἀπερρωγότα τοὺς ὤμους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}