Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίδιον
λοφίζω
λοφιήτης
λόφιον
λόφιος
λοφίς
λοφνία
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λοφορρῶγα
λόφος
λόφουρος
λοφοώδης
λοφόωσις
View word page
λοφνία
λοφνία,
A). v. λοφνίς . λοφνίδια· λαμπάδια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοφνία
Headword (normalized):
λοφνία
Headword (normalized/stripped):
λοφνια
IDX:
63949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοφνία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λοφνίς</span> . <span class="orth greek">λοφνίδια·</span> <span class="foreign greek">λαμπάδια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}