Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοφεῖον
λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίδιον
λοφίζω
λοφιήτης
λόφιον
λόφιος
λοφίς
λοφνία
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λοφορρῶγα
λόφος
λόφουρος
λοφοώδης
View word page
λοφίς
λοφ-ίς· περικεφαλαίας θήκη, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοφίς
Headword (normalized):
λοφίς
Headword (normalized/stripped):
λοφις
IDX:
63948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63949
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοφ-ίς·</span> <span class="foreign greek">περικεφαλαίας θήκη</span>, Id.</div><br><br>'}