Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λούππις
λοῦσις
λοῦσον
λοῦσσον
λουστέον
λούστης
λουταρίζημα
λουτήρ
λουτηρίδιον
λουτήριον
λουτηρίσκος
λουτιάω
λουτρικός
λούτριον
λουτρίς
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτρόομαι
λουτροποιός
λουτροφορέω
λουτροφόρος
View word page
λουτηρίσκος
λου-τηρίσκος
,
ὁ
, Dim. of
λουτήρ
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λουτηρίσκος
Headword (normalized):
λουτηρίσκος
Headword (normalized/stripped):
λουτηρισκος
IDX:
63918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63919
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λου-τηρίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dim. of <span class="foreign greek">λουτήρ</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}