Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λόρδων
λόρδωσις
λορδωτός
λουδοτρόφος
λουέω
λούκουντλος
λουλάκιον
λοῦμα
λοῦμαι
λουμενάριον
λουνόν
λούπης
λούππις
λοῦσις
λοῦσον
λοῦσσον
λουστέον
λούστης
λουταρίζημα
λουτήρ
λουτηρίδιον
View word page
λουνόν
λουνόν· λαμπρόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λουνόν
Headword (normalized):
λουνόν
Headword (normalized/stripped):
λουνον
IDX:
63906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λουνόν·</span> <span class="foreign greek">λαμπρόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}