Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λοξόφθαλμος
λοξοχρήσμων
λοξόω
λόξωσις
λοπαδάγχης
λοπαδαρπαγίδης
λοπαδεύω
λοπάδιον
λοπαδίσκος
λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματο
View word page
λοξοτρόχις
λοξοτρόχις, ιδος, ,
A). oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP 9.191 ; cf. λοξός 3 .


ShortDef

oblique-running

Debugging

Headword:
λοξοτρόχις
Headword (normalized):
λοξοτρόχις
Headword (normalized/stripped):
λοξοτροχις
IDX:
63871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοξοτρόχις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">oblique-running</span>, of Lycophron\'s Cassandra, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.191 </span>; cf. <span class="quote greek">λοξός</span> <span class="bibl"> 3 </span> .</div> </div><br><br>'}