Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάμοισι
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λοξόφθαλμος
λοξοχρήσμων
λοξόω
λόξωσις
λοπαδάγχης
λοπαδαρπαγίδης
View word page
λοξοπορέω
λοξο-πορέω,
A). go slantwise or sideways, Placit. 2.23.6 .


ShortDef

go slantwise

Debugging

Headword:
λοξοπορέω
Headword (normalized):
λοξοπορέω
Headword (normalized/stripped):
λοξοπορεω
IDX:
63867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοξο-πορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go slantwise</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">sideways,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Placit.</span> 2.23.6 </span>.</div> </div><br><br>'}