Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάμοισι
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λοξόφθαλμος
λοξοχρήσμων
λοξόω
λόξωσις
λοπαδάγχης
View word page
λοξοπεριπάτητος
λοξο-περιπάτητος [ᾰ],,
A). walking sideways, gloss on Batr. 295 .


ShortDef

walking sideways

Debugging

Headword:
λοξοπεριπάτητος
Headword (normalized):
λοξοπεριπάτητος
Headword (normalized/stripped):
λοξοπεριπατητος
IDX:
63866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοξο-περιπάτητος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">walking sideways</span>, gloss on <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1220.tlg001:295" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1220.tlg001:295/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Batr.</span> 295 </a>.</div> </div><br><br>'}