Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λολλα
λολλώ
λόμβαι
λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάμοισι
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λοξόφθαλμος
λοξοχρήσμων
View word page
λοξοειδής
λοξο-ειδής, ές,
A). oblique, of the lower ribs, Ruf. Oss. 25 .


ShortDef

oblique

Debugging

Headword:
λοξοειδής
Headword (normalized):
λοξοειδής
Headword (normalized/stripped):
λοξοειδης
IDX:
63863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63864
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοξο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">oblique</span>, of the lower ribs, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oss.</span> 25 </span>.</div> </div><br><br>'}