Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοκός
Λοκριστί
Λοκροί
λολλα
λολλώ
λόμβαι
λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάμοισι
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
λοξός
λοξότης
View word page
λοξοβάμοισι
λοξο-βάμοισι (leg.-βάμοσι, from -βάμων)· πλαγίως περιπατοῦσιν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοξοβάμοισι
Headword (normalized):
λοξοβάμοισι
Headword (normalized/stripped):
λοξοβαμοισι
IDX:
63860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοξο-βάμοισι</span> (leg.-<span class="foreign greek">βάμοσι</span>, from -<span class="foreign greek">βάμων</span>)<span class="foreign greek">· πλαγίως περιπατοῦσιν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}