Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναγορεύω
ἀναγραμματίζω
ἀναγραμματισμός
ἀναγραπτέον
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφεύω
ἀναγραφή
ἀναγράφιον
ἀναγράφω
ἀναγρετόν
ἀναγρία
ἄναγρον
ἀναγρύζω
ἀναγυμνόω
ἀναγύμνωσις
ἀνάγυρος
ἀναγυμνοῦντι
ἀναγχιππέω
ἀναγχίστευτος
ἀνάγχω
View word page
ἀναγρετόν
ἀναγρετόν· ἀνυπόστροφον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναγρετόν
Headword (normalized):
ἀναγρετόν
Headword (normalized/stripped):
αναγρετον
IDX:
6385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναγρετόν·</span> <span class="foreign greek">ἀνυπόστροφον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}