Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοίσθημα
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
λοίσθωνας
λόκαλος
λόκκη
λοκός
Λοκριστί
Λοκροί
λολλα
λολλώ
λόμβαι
λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάμοισι
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
View word page
λολλα
λολλα, , a plant, PLond. 1.122.12 (iv A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λολλα
Headword (normalized):
λολλα
Headword (normalized/stripped):
λολλα
IDX:
63853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λολλα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a plant, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.122.12 </span> (iv A. D.).</div><br><br>'}