Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριον
λοιπαδάριος
λοιπάδιος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοίπημα
λοιπογραφέω
λοιπογραφή
λοιπογραφία
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθημα
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος
λοίσθωνας
View word page
λοίπημα
λοίπ-ημα, ατος, τό,
A). = λοιπάς , PTeb. 281.24 (ii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοίπημα
Headword (normalized):
λοίπημα
Headword (normalized/stripped):
λοιπημα
IDX:
63837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοίπ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λοιπάς</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 281.24 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}