Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοίμιος
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριον
λοιπαδάριος
λοιπάδιος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοίπημα
λοιπογραφέω
λοιπογραφή
λοιπογραφία
λοιπός
View word page
λοιπαδάριον
λοιπ-ᾰδάριον, τό, Dim. of λοιπάς, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοιπαδάριον
Headword (normalized):
λοιπαδάριον
Headword (normalized/stripped):
λοιπαδαριον
IDX:
63831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοιπ-ᾰδάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">λοιπάς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}