Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λοιδοριστής
λοίδορος
λοίθον
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοίμιος
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριον
λοιπαδάριος
λοιπάδιος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοίπημα
λοιπογραφέω
View word page
λοιμοφόρος
λοιμοφόρος
,
ον
,
A).
bringing plague, pestilential,
Gloss.
ShortDef
bringing plague, pestilential
Debugging
Headword:
λοιμοφόρος
Headword (normalized):
λοιμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λοιμοφορος
IDX:
63828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63829
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοιμοφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bringing plague, pestilential,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}