λοιμ-ικός,
ή,
όν,
A). pestilential,
Hp. Ep. 1 ,
Plb. 1.19.1 ,
Ph. 2.102 ,
Longin. 44.9 , etc.;
λ.περίστασις, διάθεσις,
SIG 731.7 (Tomi, i B. C.),
IG 12(1).1032.7 (Carpathus);
λ. διήγησις about pestilence,
Gal. 17(2).168 . Adv.-
κῶς S.E. M. 9.79 .
2). destructive, λ. τοξεύματα Lyc. 1205 .