Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορημάτιον
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοιδοριστής
λοίδορος
λοίθον
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοίμιος
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
View word page
λοίθον
λοίθον· λιμός, Hsch. λοῖκορ· κέγχρος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοίθον
Headword (normalized):
λοίθον
Headword (normalized/stripped):
λοιθον
IDX:
63820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοίθον·</span> <span class="foreign greek">λιμός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λοῖκορ·</span> <span class="foreign greek">κέγχρος</span>, Id.</div><br><br>'}