Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοιγός
λοιγωντίαν
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορημάτιον
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοιδοριστής
λοίδορος
λοίθον
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοίμιος
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
View word page
λοιδοριστής
λοιδορ-ιστής, οῦ, , = sq., Hsch.
A). s.v. κόβειρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοιδοριστής
Headword (normalized):
λοιδοριστής
Headword (normalized/stripped):
λοιδοριστης
IDX:
63818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63819
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοιδορ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">κόβειρος</span> .</div> </div><br><br>'}