Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λοιβάσιον
λοιβεῖον
λοιβή
λοιβίς
λοιγήεις
λοίγιος
λοιγίστρια
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός
λοιγωντίαν
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορημάτιον
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοιδοριστής
λοίδορος
View word page
λοιγωντίαν
λοιγωντίαν· φρατρίαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοιγωντίαν
Headword (normalized):
λοιγωντίαν
Headword (normalized/stripped):
λοιγωντιαν
IDX:
63809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63810
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοιγωντίαν·</span> <span class="foreign greek">φρατρίαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}