Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λογώδης
λόε
λοιβαῖος
λοιβάομαι
λοιβάσιον
λοιβεῖον
λοιβή
λοιβίς
λοιγήεις
λοίγιος
λοιγίστρια
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός
λοιγωντίαν
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορημάτιον
λοιδόρησις
λοιδορησμός
λοιδορητέον
View word page
λοιγίστρια
λοιγ-ίστρια·
ὀλοθρεύτρια
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λοιγίστρια
Headword (normalized):
λοιγίστρια
Headword (normalized/stripped):
λοιγιστρια
IDX:
63805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63806
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοιγ-ίστρια·</span> <span class="foreign greek">ὀλοθρεύτρια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}