Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λογχοδρέπανον
λογχοειδής
λογχόομαι
λογχοποιΐα
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λογώδης
λόε
λοιβαῖος
λοιβάομαι
λοιβάσιον
λοιβεῖον
λοιβή
λοιβίς
λοιγήεις
λοίγιος
λοιγίστρια
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός
View word page
λοιβάομαι
λοιβ-άομαι,
A). = σπένδω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λοιβάομαι
Headword (normalized):
λοιβάομαι
Headword (normalized/stripped):
λοιβαομαι
IDX:
63798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λοιβ-άομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σπένδω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}