Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λογοποίημα
λογοποιία
λογοποιικός
λογοποιός
λογοπραγέω
λογοπράκτωρ
λογοπώλης
λόγος
λογοσυλλεκτάδης
λογότροπος
λογούριον
λογοφίλης
λογόω
λογύδριον
λογχάζω
λογχαῖος
λογχάριον
λογχεύω
λόγχη1
λόγχη2
λογχήρης
View word page
λογούριον
λογούριον· ὕελος ( Lacon.), Hsch. (post λόγιος); cf. λογκούριον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λογούριον
Headword (normalized):
λογούριον
Headword (normalized/stripped):
λογουριον
IDX:
63771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63772
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λογούριον·</span> <span class="foreign greek">ὕελος</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (post <span class="foreign greek">λόγιος</span>); cf. <span class="foreign greek">λογκούριον</span>.</div><br><br>'}