Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λογοποιέω
λογοποίημα
λογοποιία
λογοποιικός
λογοποιός
λογοπραγέω
λογοπράκτωρ
λογοπώλης
λόγος
λογοσυλλεκτάδης
λογότροπος
λογούριον
λογοφίλης
λογόω
λογύδριον
λογχάζω
λογχαῖος
λογχάριον
λογχεύω
λόγχη1
λόγχη2
View word page
λογότροπος
λογό-τροπος
,
ὁ
, a shortd. form of syllogism,
Crinis
Stoic.
3.269
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λογότροπος
Headword (normalized):
λογότροπος
Headword (normalized/stripped):
λογοτροπος
IDX:
63770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63771
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λογό-τροπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a shortd. form of syllogism, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Crinis</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 3.269 </span>.</div><br><br>'}