Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λογγάσια
λογεία
λογεῖον
λογέμπορος
λόγευμα
λογεύς
λογευτήριον
λογευτής
λογευτικόν
λογεύω
λογία
λογίατρος
λογίδιον
λογίζομαι
λογικεύομαι
λογικός
λογικότης
λόγιμος
λόγιον
λόγιος
λογιότης
View word page
λογία
λογ-ία, late spelling of λογεία (q. v.).


ShortDef

a collection for the poor

Debugging

Headword:
λογία
Headword (normalized):
λογία
Headword (normalized/stripped):
λογια
IDX:
63706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λογ-ία</span>, late spelling of <span class="foreign greek">λογεία</span> (q. v.).</div><br><br>'}