Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάγνωμα
ἀναγνωρίζω
ἀναγνώρισις
ἀναγνώρισμα
ἀναγνωρισμός
ἀναγνωριστικός
ἀναγνωσείω
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνωστέον
ἀναγνωστήριον
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀνάγνωστος
ἀναγόρευσις
ἀναγόρευτος
ἀναγορεύω
ἀναγραμματίζω
ἀναγραμματισμός
ἀναγραπτέον
ἀνάγραπτος
View word page
ἀναγνωστήριον
ἀναγν-ωστήριον
,
τό
,
A).
lectern, reading-desk,
Hsch.
ShortDef
lectern, reading-desk
Debugging
Headword:
ἀναγνωστήριον
Headword (normalized):
ἀναγνωστήριον
Headword (normalized/stripped):
αναγνωστηριον
IDX:
6369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6370
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναγν-ωστήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lectern, reading-desk,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}