Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίχνος
λιχνοτένθης
λιχνότης
λιχνοφιλάργυρος
λιχνώδης
λίψ1
λίψ2
λίψ3
λιψουρία
λιώδης
λιωργός
λόβιον
λοβός
λογάδην
λογαῖος
λογαοιδικός
λογαριάζω
λογαρίδιον
λογάριον
λογάς
λογάς
View word page
λιωργός
λιωργός· κακοῦργος, Id. λόβαι· χεῖρες, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιωργός
Headword (normalized):
λιωργός
Headword (normalized/stripped):
λιωργος
IDX:
63683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιωργός·</span> <span class="foreign greek">κακοῦργος</span>, Id. <span class="orth greek">λόβαι·</span> <span class="foreign greek">χεῖρες</span>, Id.</div><br><br>'}